- τριτάνυστος
- τρῐ-τάνυστος [pron. full] [ᾰ], ον,A triply-stretched, very long, δόναξ ib.6.192 (Arch.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τριτάνυστος — ον, Α πολύ μακρύς («δόνακα τριτάνυστον», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + ἀνυστός (< ἄνυμαι «αυξάνομαι, μεγαλώνω»)] … Dictionary of Greek
τριτάνυστον — τριτάνυστος triply stretched masc/fem acc sg τριτάνυστος triply stretched neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)